Του Αντώνη Δρόσου
Στα παλιά τα χρόνια, όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, οι γιαγιάδες άρχιζαν το γνωστό παραμύθι και τα εγγονάκια τους, με ορθάνοιχτα μάτια, άκουγαν για τα αερικά και τα ξωτικά, για τους τρομερούς καλικάντζαρους, που κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου κυκλοφορούν στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα! Τα ίδια λέγανε και οι γιαγιάδες των αρχαίων Ελλήνων στα εγγονάκια τους, ότι οι ψυχές των νεκρών έβρισκαν την πόρτα του ‘Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Μα η αχαλίνωτη φαντασία των ανθρώπων δε σταμάτησε εδώ.
Τους περιγράφει και τους δίνει ιδιότητες και γνωρίσματα. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση, οι καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, τριχωτοί, με ουρά και μακριά χέρια. Ζουν στα έγκατα της γης και με ένα μεγάλο πριόνι ,την κόφτρα, αγωνίζονται να κόψουν το μεγάλο ξύλινο στύλο, που κρατάει στη θέση της τη γη. Ο στύλος όμως είναι πολύ χοντρός και γι αυτό χρειάζεται μεγάλη και μακρόχρονη προσπάθεια. Μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων τα έχουν σχεδόν καταφέρει και χαρούμενοι βγαίνουν επάνω τη γη για να μην σωριαστεί η γη στα κεφάλια τους, αλλά και για να πειράξουν τους ανθρώπους.
Τα παράξενα αυτά μαλλιαρά όντα, μικρά και ευκίνητα, καθώς είναι, ανεβαίνουν στα δένδρα, πηδούν από στέγη σε στέγη, μπαίνουν στα σπίτια απ' τις κλειδαρότρυπες απ’ τις χαραμάδες, απ’ τις καμινάδες και από κάθε τρύπα. Γι' αυτό και τα τζάκια τα κρατούσαν αναμμένα όλο το δωδεκαήμερο.
Οι καλικάντζαροι φοβούνται πολύ το φως και γι' αυτό τη μέρα κρύβονται. Τις νύκτες βγαίνουν από τους κρυψώνες και τρώνε τα φαγητά που βρίσκουν, πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία, στα τηγάνια, στις κατσαρόλες, στα πιάτα. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους παντού. Όταν τελειώσουν το φαγητό τους και κάνουν το σπίτι αγνώριστο, αρχίζουν να χορεύουν.
Για δώδεκα μέρες και μέχρι τα Φώτα που αγιάζονται τα νερά, οι χωρικοί φοβούνται να ξεμυτίσουν και ιδιαίτερα τα παιδιά. Μόλις πέσει ο Σταυρός στα νερά οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται. Τότε πάνε και ζούνε πάλι στα έγκατα της γης. Βρίσκουν το στύλο ανέπαφο και αρχίζουν πάλι το πριόνισμα, για να μας ξανάρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα.
Κατά τη δική μου εκδοχή κάποια εποχή οι καλικάντζαροι βρήκαν κλειστή την πόρτα του Άδη και έμειναν εδώ στον επάνω κόσμο, χωρίς μύθο και παραμύθι. Έγιναν οι απομυθοποιημένοι καλικάντζαροι της μέρας και της νύχτας, οι οποίοι, κατά τη συνήθειά τους και την τέχνη τους, άρχισαν να πριονίζουν αδιάκοπα τα πόδια μας και την ύπαρξή μας και κινδυνεύουμε να σωριαστούμε.
Οι μεταλλαγμένοι καλικάντζαροι, τα παντός είδους «λαμόγια» της κοινωνίας μας, δεν φοβούνται το φως της ημέρας. Αποθρασύνθηκαν. Έγιναν αδίστακτοι καλικάντζαροι. Μπαίνουν στη Βουλή, όχι από τις κλειδαρότρυπες. αλλά από την πόρτα. Δε φοβούνται το Σταυρό, αλλά αντίθετα, μπαίνουν και φωλιάζουν σε Επισκοπές και Μοναστήρια, σε Τράπεζες και χρηματιστήρια, σε Σχολές και Πανεπιστήμια και γίνονται εκεί οι σπουδασμένοι καλικάντζαροι της κοινωνικής μας ζωής. Δεν υπάρχει έλεος. Χριστούγεννα και Φώτα για τους μεταλλαγμένους καλικαντζάρους δεν υπάρχουν. Πριονίζουν ακατάπαυστα τα όνειρά μας!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου