Του Αντώνη Δρόσου.
Σ’ ένα χωριό οι άνθρωποι συνέχεια μάλωναν μεταξύ τους. Οι μισοί δε θέλανε να βλέπουνε τους άλλους μισούς. Πήγαιναν οι γλεντζέδες να γλεντήσουν και στο τέλος μάλωναν. Οι κάτοικοι είχαν καταντήσΤο άγαλμα.ει καχύποπτοι. Ο ένας λοξοκοιτούσε το διπλανό του και εκείνος όλους τους άλλους. Μερικοί λέγανε πως ο διάβολος δεν αφήνει το χωριό να ηρεμήσει, γιατί έχει μπει στα σώματα μερικών ανθρώπων που κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους και κάποιοι άλλοι υποψιάζονταν, πως κάποιος Δεσπότης κάποτε το έχει αφορίσει.
Μια μέρα χτυπάει η καμπάνα.
Είχε πεθάνει ένας γνωστός άπληστος, που για να μαζέψει το χρήμα, δεν άφηνε ήσυχο κανέναν. Μια μπάλα τριφύλλι του χρωστούσες, δύο ζητούσε και μετά από μερικές μέρες ξεχνούσε δήθεν πως τις πήρε και ξανά τις ζητούσε, σαν τον καφετζή που πληρώνεται για τον ίδιο καφέ από πολλούς και διαφόρους πρόθυμους να τον κεράσουν.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και η καμπάνα ξαναχτύπησε νεκρώσιμα. Αυτή τη φορά είχε πάρει σειρά ένας πασίγνωστος ανωνυμογράφος, που έφερνε όλο το χωριό άνω-κάτω. Ξύλα για το τζάκι έκοβαν, οι δασικοί έρχονταν. Μάντρα έχτιζε κανείς, η πολεοδομία έφτανε. Το «Ριζοσπάστη» διάβαζες, η αστυνομία πλάκωνε. Άκουσαν την καμπάνα κι έμαθαν τα νέα και πήραν όλοι «βαθειά ανάσα».
Αλλά το χωριό ακόμα μάλωνε. Κάποια χρονιά η καμπάνα χτυπούσε κάθε βδομάδα. Είχαν πάρει σειρά οι κουτσομπόλες και οι κουτσομπόληδες και την άλλη εβδομάδα ακολουθεί ο άλλος και σε λίγο μια άλλη παιχνιδιάρα κι ερωτιάρα μέχρι τα βαθιά γεράματα και τέλος φεύγει και η συνταγματαρχίνα, που ήταν αρχηγός της ομάδας, ο μαέστρος στη διαβολή και στο κουτσομπολιό. Έβαζε διαβόλους να μαλώνουν και αγίους ν’ αμαρτάνουν.
Μόλις μπήκε ο μήνας, το χωριό έχασε έναν κομπλεξικό, πολυλογά, βωμολόχο φωνακλά, φαντασιόπληκτο ξερόλα. Ταλαιπωρούσε τους χωριανούς με φανταστικές ιστορίες, που όλες ένα και μοναδικό σκοπό είχαν, να πείσουν τους χωριανούς πως έχει κάποια αξία. Για να γίνεται πιστευτός έβαζε ανάμεσα και καμιά αληθινή ιστορία και καλούσε μερικούς απ’ τους παρευρισκομένους να την επιβεβαιώσουν και αμέσως επέστρεφε στη σφαίρα της φαντασίας και του μονολόγου. Οι περισσότεροι αποχωρούσαν σταδιακά, για να γλιτώσουν από την ποικιλόμορφη ρύπανση.
Ξαφνικά το χωριό ηρέμησε. Ο κόσμος άρχισε να χαμογελά και να συζητάει για ενδιαφέροντα θέματα. Οι γλεντζέδες, αντί να μαλώνουν, άρχισαν να τραγουδάνε και να χορεύουν. Οι γείτονες ν’ αλλάζουν επισκέψεις και ν’ αγαπιούνται. Πολλές φορές, με γεμάτο φεγγάρι, κάθονταν στην πλατεία και απολάμβαναν την ηρεμία της φύσης., Λέγανε αστεία και γελούσαν. Ξαφνικά μια βραδιά πετάχτηκε κάποιος όρθιος και φώναξε:
Σωπάστε! Κάτι ακούω. Όλοι ησύχασαν. Ακούνε στο νεκροταφείο μεγάλη φασαρία. Οι νεκροί μάλωναν μεταξύ τους. Γινόταν χαλασμός κόσμου!! Όλοι μαζί οι ζωντανοί άρχισαν να πλησιάζουν στο νεκροταφείο και με την παλάμη στ’ αφτί ακούνε καλύτερα.
-Έλαβα ένα ανώνυμο γράμμα με καταγγελίες.! Ξέρω ποιος το έγραψε. Φαίνεται πως πέθανες και μυαλό δεν έβαλες. Θα σε στείλω στα καζάνια άχρηστε !
-Αφεντικό, λέει κάποιος άλλος. Αυτός εδώ ο καινούργιος θέλει να μου πάρει το δικό μου φέρετρο που είναι πιο ευρύχωρο και να μου δώσει το δικό του, που είναι στενό. Είναι άπληστος!!
-Εσείς εκεί κάτω τι ΚΡΥΦΟΜΟΥΡΜΟΥΡΊΖΕΤΕ ; Τη φτιάξατε βλέπω κι εδώ την παρέα. Βάζετε λόγια στους νεκρούς και μαλώνουν. Ξέρω τι λέτε και τι σκέπτεστε. Θα σας στείλω στον τροχό με τα μαχαίρια. Θα σας κόψω τη γλώσσα να μείνετε μουγγές.
Τότε οι ζωντανοί κοιτάχτηκαν αμίλητοι και μια ιδέα ήρθε στο μυαλό όλων. Το πρωί ξημέρωσαν στην πλατεία για προσωπική εργασία. Οι πρώτοι κιόλας έφεραν και έστησαν στο κέντρο της πλατείας μια πελώρια πέτρα και άρχισαν να σμιλεύουν το μεγαλύτερο και ομορφότερο άγαλμα του κόσμου, για να τιμήσουν τον ευεργέτη τους, το χάρο.
Αλλά μετά από λίγο καιρό απογοητεύτηκαν. Ο χάρος συμπτωματικά αναδείχτηκε ευεργέτης του χωριού τους. Έδειχνε τώρα το πραγματικό του πρόσωπο, τυφλός και σκληρός σαν πέτρα. Θέριζε δικαίους και αδίκους και στο χωριό οι ελεεινοί χαρακτήρες αναπαράγονταν. Τούτη τη φορά η καμπάνα χτύπησε για το λεβέντη Νικολή. Όλοι τον λάτρευαν στο χωριό. Στην εκκλησία ο δάσκαλος έβγαλε ένα φύλλο χαρτί από την τσέπη του και είπε συγκινημένος για το χαμό του Νικολή:
Ο Νίκος πάλεψε σκληρά, λεβέντης όπως ήταν,
Κείνος ερχόταν με κοσιά, κι αυτός χαμογελούσε,
κι αμήχανος ο χάροντας, τόβαζε στα πόδια,
ο φόβος τον κυρίευε και τούκοβε τη φόρα,
κι ο Νίκος του εφώναζε, κουβέντα είχε στήσει!!
Ακούστε την, ακούστε την, φίλοι και χωριανοί μου,
μονόλογος κατάντησε “εις του κωφού” την πόρτα:
Πού πας στραβέ, πού πας κουφέ, παιδιά γυναίκα έχω,
στο προσκεφάλι δίπλα μου, κάνεις πως δεν τους βλέπεις;
Πόνο εσύ δεν αγροικάς; Χαρά εσύ δε δίνεις;
Δε βλέπεις τον αγώνα μου, λάβα ο ιδρωτάς μου,
θε να σε πνίξει άδικε, τα πόδια θα σου κάψει
μήπως τα μάτι’ ανοίξουνε και το μυαλό σκιρτήσει,
το δίκαιο και τ’ άδικο, μήπως τα ξεχωρίσει.
Με νίκησες, με χτύπησες, καρτέρι μούχες στήσει!!
Μα μάθε τώρα άθλιε, πως θα συναντηθούμε,
Εγώ χωρίς το σώμα μου, με μόνη την ψυχή μου,
εσύ τυφλός, εσύ κουφός, αλήτης όπως είσαι,
θα σου χαρίσω τη ζωή, μήπως κι αλλάξεις γνώμη!
Μήπως τ’ αφτιά σου ακούσουνε, το θρήνο των ανθρώπων,
τα πέτρινα τα στήθη σου, μήπως και μαλακώσουν,
το ΔΙΚΑΙΟ να σεβαστείς και το χαμόγελό μου!!
Τότε οι ζωντανοί πάλι κοιτάχτηκαν αμίλητοι και μια νέα ιδέα ήρθε στο μυαλό όλων. Μαζεύτηκαν στην πλατεία, έσπασαν το άγαλμα και με τα κομμάτια του θεμελίωσαν ένα πανέμορφο Λαϊκό Σχολείο.
Σ’ ένα χωριό οι άνθρωποι συνέχεια μάλωναν μεταξύ τους. Οι μισοί δε θέλανε να βλέπουνε τους άλλους μισούς. Πήγαιναν οι γλεντζέδες να γλεντήσουν και στο τέλος μάλωναν. Οι κάτοικοι είχαν καταντήσΤο άγαλμα.ει καχύποπτοι. Ο ένας λοξοκοιτούσε το διπλανό του και εκείνος όλους τους άλλους. Μερικοί λέγανε πως ο διάβολος δεν αφήνει το χωριό να ηρεμήσει, γιατί έχει μπει στα σώματα μερικών ανθρώπων που κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους και κάποιοι άλλοι υποψιάζονταν, πως κάποιος Δεσπότης κάποτε το έχει αφορίσει.
Μια μέρα χτυπάει η καμπάνα.
Είχε πεθάνει ένας γνωστός άπληστος, που για να μαζέψει το χρήμα, δεν άφηνε ήσυχο κανέναν. Μια μπάλα τριφύλλι του χρωστούσες, δύο ζητούσε και μετά από μερικές μέρες ξεχνούσε δήθεν πως τις πήρε και ξανά τις ζητούσε, σαν τον καφετζή που πληρώνεται για τον ίδιο καφέ από πολλούς και διαφόρους πρόθυμους να τον κεράσουν.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και η καμπάνα ξαναχτύπησε νεκρώσιμα. Αυτή τη φορά είχε πάρει σειρά ένας πασίγνωστος ανωνυμογράφος, που έφερνε όλο το χωριό άνω-κάτω. Ξύλα για το τζάκι έκοβαν, οι δασικοί έρχονταν. Μάντρα έχτιζε κανείς, η πολεοδομία έφτανε. Το «Ριζοσπάστη» διάβαζες, η αστυνομία πλάκωνε. Άκουσαν την καμπάνα κι έμαθαν τα νέα και πήραν όλοι «βαθειά ανάσα».
Αλλά το χωριό ακόμα μάλωνε. Κάποια χρονιά η καμπάνα χτυπούσε κάθε βδομάδα. Είχαν πάρει σειρά οι κουτσομπόλες και οι κουτσομπόληδες και την άλλη εβδομάδα ακολουθεί ο άλλος και σε λίγο μια άλλη παιχνιδιάρα κι ερωτιάρα μέχρι τα βαθιά γεράματα και τέλος φεύγει και η συνταγματαρχίνα, που ήταν αρχηγός της ομάδας, ο μαέστρος στη διαβολή και στο κουτσομπολιό. Έβαζε διαβόλους να μαλώνουν και αγίους ν’ αμαρτάνουν.
Μόλις μπήκε ο μήνας, το χωριό έχασε έναν κομπλεξικό, πολυλογά, βωμολόχο φωνακλά, φαντασιόπληκτο ξερόλα. Ταλαιπωρούσε τους χωριανούς με φανταστικές ιστορίες, που όλες ένα και μοναδικό σκοπό είχαν, να πείσουν τους χωριανούς πως έχει κάποια αξία. Για να γίνεται πιστευτός έβαζε ανάμεσα και καμιά αληθινή ιστορία και καλούσε μερικούς απ’ τους παρευρισκομένους να την επιβεβαιώσουν και αμέσως επέστρεφε στη σφαίρα της φαντασίας και του μονολόγου. Οι περισσότεροι αποχωρούσαν σταδιακά, για να γλιτώσουν από την ποικιλόμορφη ρύπανση.
Ξαφνικά το χωριό ηρέμησε. Ο κόσμος άρχισε να χαμογελά και να συζητάει για ενδιαφέροντα θέματα. Οι γλεντζέδες, αντί να μαλώνουν, άρχισαν να τραγουδάνε και να χορεύουν. Οι γείτονες ν’ αλλάζουν επισκέψεις και ν’ αγαπιούνται. Πολλές φορές, με γεμάτο φεγγάρι, κάθονταν στην πλατεία και απολάμβαναν την ηρεμία της φύσης., Λέγανε αστεία και γελούσαν. Ξαφνικά μια βραδιά πετάχτηκε κάποιος όρθιος και φώναξε:
Σωπάστε! Κάτι ακούω. Όλοι ησύχασαν. Ακούνε στο νεκροταφείο μεγάλη φασαρία. Οι νεκροί μάλωναν μεταξύ τους. Γινόταν χαλασμός κόσμου!! Όλοι μαζί οι ζωντανοί άρχισαν να πλησιάζουν στο νεκροταφείο και με την παλάμη στ’ αφτί ακούνε καλύτερα.
-Έλαβα ένα ανώνυμο γράμμα με καταγγελίες.! Ξέρω ποιος το έγραψε. Φαίνεται πως πέθανες και μυαλό δεν έβαλες. Θα σε στείλω στα καζάνια άχρηστε !
-Αφεντικό, λέει κάποιος άλλος. Αυτός εδώ ο καινούργιος θέλει να μου πάρει το δικό μου φέρετρο που είναι πιο ευρύχωρο και να μου δώσει το δικό του, που είναι στενό. Είναι άπληστος!!
-Εσείς εκεί κάτω τι ΚΡΥΦΟΜΟΥΡΜΟΥΡΊΖΕΤΕ ; Τη φτιάξατε βλέπω κι εδώ την παρέα. Βάζετε λόγια στους νεκρούς και μαλώνουν. Ξέρω τι λέτε και τι σκέπτεστε. Θα σας στείλω στον τροχό με τα μαχαίρια. Θα σας κόψω τη γλώσσα να μείνετε μουγγές.
Τότε οι ζωντανοί κοιτάχτηκαν αμίλητοι και μια ιδέα ήρθε στο μυαλό όλων. Το πρωί ξημέρωσαν στην πλατεία για προσωπική εργασία. Οι πρώτοι κιόλας έφεραν και έστησαν στο κέντρο της πλατείας μια πελώρια πέτρα και άρχισαν να σμιλεύουν το μεγαλύτερο και ομορφότερο άγαλμα του κόσμου, για να τιμήσουν τον ευεργέτη τους, το χάρο.
Αλλά μετά από λίγο καιρό απογοητεύτηκαν. Ο χάρος συμπτωματικά αναδείχτηκε ευεργέτης του χωριού τους. Έδειχνε τώρα το πραγματικό του πρόσωπο, τυφλός και σκληρός σαν πέτρα. Θέριζε δικαίους και αδίκους και στο χωριό οι ελεεινοί χαρακτήρες αναπαράγονταν. Τούτη τη φορά η καμπάνα χτύπησε για το λεβέντη Νικολή. Όλοι τον λάτρευαν στο χωριό. Στην εκκλησία ο δάσκαλος έβγαλε ένα φύλλο χαρτί από την τσέπη του και είπε συγκινημένος για το χαμό του Νικολή:
Ο Νίκος πάλεψε σκληρά, λεβέντης όπως ήταν,
Κείνος ερχόταν με κοσιά, κι αυτός χαμογελούσε,
κι αμήχανος ο χάροντας, τόβαζε στα πόδια,
ο φόβος τον κυρίευε και τούκοβε τη φόρα,
κι ο Νίκος του εφώναζε, κουβέντα είχε στήσει!!
Ακούστε την, ακούστε την, φίλοι και χωριανοί μου,
μονόλογος κατάντησε “εις του κωφού” την πόρτα:
Πού πας στραβέ, πού πας κουφέ, παιδιά γυναίκα έχω,
στο προσκεφάλι δίπλα μου, κάνεις πως δεν τους βλέπεις;
Πόνο εσύ δεν αγροικάς; Χαρά εσύ δε δίνεις;
Δε βλέπεις τον αγώνα μου, λάβα ο ιδρωτάς μου,
θε να σε πνίξει άδικε, τα πόδια θα σου κάψει
μήπως τα μάτι’ ανοίξουνε και το μυαλό σκιρτήσει,
το δίκαιο και τ’ άδικο, μήπως τα ξεχωρίσει.
Με νίκησες, με χτύπησες, καρτέρι μούχες στήσει!!
Μα μάθε τώρα άθλιε, πως θα συναντηθούμε,
Εγώ χωρίς το σώμα μου, με μόνη την ψυχή μου,
εσύ τυφλός, εσύ κουφός, αλήτης όπως είσαι,
θα σου χαρίσω τη ζωή, μήπως κι αλλάξεις γνώμη!
Μήπως τ’ αφτιά σου ακούσουνε, το θρήνο των ανθρώπων,
τα πέτρινα τα στήθη σου, μήπως και μαλακώσουν,
το ΔΙΚΑΙΟ να σεβαστείς και το χαμόγελό μου!!
Τότε οι ζωντανοί πάλι κοιτάχτηκαν αμίλητοι και μια νέα ιδέα ήρθε στο μυαλό όλων. Μαζεύτηκαν στην πλατεία, έσπασαν το άγαλμα και με τα κομμάτια του θεμελίωσαν ένα πανέμορφο Λαϊκό Σχολείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου