Ο αριστερός δεν κολά αφίσες στις κολώνες, αλλά ιδέες στο νου και στις καρδιές των ανθρώπων.

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Το κασόνι

ΤΟΥ ΑΝΤ. ΔΡΟΣΟΥ
Ο Κώτσιος ζούσε σ’ ένα διπλανό χωριό. Γεωργοκτηνοτρόφος το επάγγελμα, σε κάποια ηλικία άρχισε να έχει παράξενες ανησυχίες. . Ποιός θα βρει τα σανίδια και ποιος θα τα καρφώσει, για να του φτιάξει το φέρετρο, όταν αυτός κάποια στιγμή θα πεθάνει. Κανένας δεν του φαινόταν κατάλληλος και μια μέρα αποφάσισε να το φτιάξει μόνος του. Φώναξε την απλοϊκή και καλόβουλη γυναίκα του, την Πολύτω, της έδωσε μια πρόκα, ξάπλωσε στη χωμάτινη αυλή του σπιτιού του και σταύρωσε τα χέρια του.
-Σημάδεψε, της λέει γύρω από το σώμα μου.
Η γυναίκα τράβηξε μια γραμμή πάνω από το κεφάλι, μια κάτω από τα πόδια και από μια δεξιά και αριστερά στους αγκώνες του.
-Τι θα φτιάξς αφέντημ’, τον ρώτησε γεμάτη αγωνία.
-Το φέρετρό μου Πολύτω. Ποιος θα το φτιάξει άμα πεθάνω; Είναι κανένας από δαύτους άξιος;
-Άμα πεθάνεις, τι σε νοιάζει ποιός θα το φτιάξει; Πέθανε εσύ και κάποιος θα βρεθεί. Τι σ’ έπιασε μ’ αυτό το θάνατο τώρα τελευταία δεν ξέρω.
-Θα ξεφτιλιστούμε Πολύτω. Θα μας τυλιξουνε στην κουβέρτα σαν γουρούνια στο τσουβάλι. .Κατάλαβες τώρα γιατί ανησυχώ;
Σηκώθηκε, πήρε κάτι σανίδια που είχε στο κατόϊ, βρήκε πρόκες, πριόνι και σκεπάρνι και άρχισε να κόβει και να ράβει. Σε λίγο, ένα ευρύχωρο κουτί σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου ήταν έτοιμο. Το θαυμάζει ! Θέλει να το προβάρει. Δε χάνει καιρό μπαίνει μέσα και φωνάζει:
-Πολύτω πώς το βλέπεις. Καλό δεν είναι; Βγαίνει εκείνη και τον βλέπει ξαπλωμένο μέσα στο κουτί.
-Τέλειο αφέντημ’. Χρυσοχέρης είσαι όταν είσαι στα καλά σου. Είναι και ευρύχωρο βλέπω. Δε θα στριμώχνεσαι. «Στα ξύλα στα λθάρια» Κώτσουμ’ και κάνοντας το σταυρό της, χώθηκε βιαστική στο σπίτι.
-Πολύτω σεντόνια άσπρα έχουμε αν χρειαστούμε:
-Απ’ όλα έχουμε Κώτσιουμ’. Και μαξιλάρι άσπρο, και λιβανιστήρι. Απ’ όλα. Πέθανε εσύ και όλα θα βρεθούνε. Μη σε νοιάζει. Θα φροντίσει κι ο κουμπάρος μας. Είναι βλέπεις πιο νέος αυτός από σένα. Με το ελάττωμα Κώτσουμ τι θα κάμς’ κιαπέ όλα τα’ άλλα θα τα βολέψουμε.
Ο Κώτσιος πράγματι είχε ένα ελάττωμα, που δεν τον άφηνε να είναι πάντα «στα καλά του». Έβγαινε στο μαγαζί σχεδόν κάθε Σάββατο και τα κοπάναγε «μέχρι τελικής πτώσεως». Γύριζε στο σπίτι τρικλίζοντας. Τρόμαζε να βρει την πόρτα του σπιτιού του. Πού να φανταστεί η Πολύτω τα χειρότερα!!
Μετά από την κατασκευή του κασονιού, ο Κώτσιος απέχτησε και ένα άλλο περίεργο βίτσιο. Κάθε φορά που γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι, ζητούσε από τη γυναίκα του και τα παιδιά του να τοποθετούν το κασόνι-φέρετρο στον οντά, να το στρώνουν με τα’ άσπρα καθαρά σεντόνια, να βάζουν το μαξιλάρι, ν’ ανάβουν το λιβανιστήρι, να ξαπλώνει αυτός μέσα στο κασόνι-φέρετρο τύφλα στο μεθύσι, να κλείνει τα μάτια του, να παριστάνει τον πεθαμένο και να λέει με δυσκολία.:
- Τώρα κλάψτεμε να ιδώ πώς θα με κλαίτε, όταν πεθάνω !
-Μπά Χριστός κι Απόστολος Κώτσιομ’, Ζωντανό θα συ κλάψουμ’;
-Ζωντανός μπορώ να σε ιδώ και να σ’ ακούσου. Ο Πεθαμένος κλάν’ Πουλύτουμ’; Δεν κλάν’. Κλάψε τώρα να σ’ ακούσω που ‘μαι ζωντανός. Ρίξε και μαντζουράνες Πολύτω.
-Ωχ αντρούλημ’, έλεγε η Πολύτω μουντζοκλαίγοντας. Πατερούλημ’ φώναζαν τα δύστυχα παιδιά του. Κάποια στιγμή τον έπαιρνε ο ύπνος και η παράσταση τελείωνε. Το πρωί, Κυριακή συνήθως, ξυπνούσε ο Κώτσιος τεντωμένος μέσα στο κασόνι, φορτωμένος με μαντζουράνες και πνιγμένος στο λιβάνι. Ανασηκωνόνταν στον κώλο του, κοιτούσε τα χέρια του, τσιμπύσε τα μαγουλά του και ανήσυχος φώναζε την Πολύτω.
-Καλά βρε Πολύτω, πότε πέθανα. Μαντζουράνες βλέπω. Λιβάνι μυρίζω!!
-Χτες Κώτσιουμ’. Σε κλαίγαμε μέχρι αργά. Δε θυμάσαι; Στα ψέματα πέθανες Κώτσιουμ’ Τύφλα στο μεθύσι είχες έρθει πάλι.
Ο Κώτσιος δε θυμάται τίποτα, γιατί σε βαριά μέθη έχανε την επαφή του με τα πράγματα και τα γεγονότα Ξύνει το κεφάλι του και σκέπτεται. Προσπαθεί να θυμηθεί.
-Άλλο Πουλύτουμ’ μεθυσμένος και άλλο πεθαμένος. Πεθαίνει κανείς στα ψέματα; Σήμερα γύρισα απ’ τον Άδη και καλά που ξαναγύρισα Πολύτωμ. Άγιο έχω. Ας βάλω τα καλά μου να πάω στην εκκλησιά ν’ ανάψω κάνα κεράκι..
-Ποια καμπάνα χτύπσει ουρή Πουλύτου;
-Η Τρίτ’ αφέντημ’.
Κάθε φορά που ο Κώτσιος τα κοπάναγε, στο σπίτι ακολουθούσε εικονικός τελευταίος ασπασμός. και για να μην κουβαλάνε από το υπόγειο το κασόνι, το βάλανε μόνιμα στον οντά, πάνω στο γίκο με τα κλινοσκεπάσματα. Το επόμενο Σάββατο στην ταβέρνα η παρέα είναι πάντα εκεί και πάντα ο Κώτσιος ξεμέθυστος δείχνει σκεπτικός και προβληματισμένος. Έχει μπερδάψει το μύθο με την πραγματικότητα.
Τι έχεις ουρέ Κώτσιουμ κι ’συ τόσο σκεπτικός, τον ρωτούσαν.
Τι να ‘χω ουρε παιδιά. Πεθαίνω και δε με δέχονται στον άλλο κόσμο. Με στέλνουν πίσω. Θα πίνω κι ‘γώ, για να μην πεθάνω ποτέ. Αν δε με πιστεύετε, ρωτήστε και την Πουλύτουμ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: