ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ
Κάθε πρωί η Αθήνα που ξυπνά βλέπει τους τοίχους της γραμμένους. Συνθήματα του αγώνα για την αντίσταση στους Γερμανούς, Ιταλούς και τους ύπουλους Βουλγάρους. Δεν υπάρχει τοίχος, μάντρα, πλατεία, πεζοδρόμιο, ερείπιο, πολυκατοικία απ’ τις πιο απόμακρες γειτονιές ως το κέντρο της Αθήνας που να μην προβάλλει κάθε πρωινό τα ολόφρεσκα γράμματά του σαν πρόκληση στη βία του κατακτητή:
• «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΑΔΟΥΛΩΤΗ. ΕΑΜ» Κι αλλού:
• «ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΚΑΤΑΧΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ Τ’ ΑΠΕΙΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ. ΕΑΜ» Κι αλλού:
• «ΧΑΙΡΕ Ω ΧΑΙΡΕ ΛΕΥΤΕΡΙΑ. ΕΑΜ» Κι αλλού:
• «ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΠΥΚΝΩΣΤΕ ΤΙΣ ΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ. ΕΑΜ» Κι αλλού:
• «ΖΗΤΩ Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΑΔΑ. ΕΑΜ»
Στέκεται ο Γερμανός κι αφρίζει:
- Βας ις ντας; (Τι είναι αυτά;)
- Ξέρω γω;
- Ποίος γράφει;
- Η Μαρία.
- Βας ις Μαρία;
Γελάει ο Γαβριάς. Κι ο Γερμανός λυσσά. Πολλές φορές ξυλοφορτώνει άγρια κανέναν πιτσιρίκο. Αλλά το αποτέλεσμα είναι χειρότερο. Όσο αυξάνουν την τρομοκρατία οι Γερμανοί κι οι Ιταλιάνοι, τόσο μαχητικοί γίνονται οι τοίχοι κι είναι η γλώσσα τους ένα βουβό ουρλιαχτό που τους παρακολουθά ολούθε.
Ποιον να βρούνε; Ποιον να πιάσουν; Παιδιά είναι τις περισσότερες φορές αυτά που μεταφέρουν τη γλώσσα του έθνους στους τοίχους της Αθήνας κι η φαντασία τους είναι ανεξάντλητη στα κόλπα του καμουφλαρίσματος.
Καντάδα.
Αγόρια και κορίτσια κι η απαραίτητη κιθάρα τους στέναζε. Σταματημένη η συντροφιά εκεί στη γωνιά του δρόμου τραγουδούσε:
Κορίτσι πο ’χει λαιμόν ωραίον
έχει τον φόβον μη φιληθεί
σταυρόν ποτέ της να μη κρεμάσει
εις τον λαιμόν της πριν πανδρευτεί…
Ύστερα, είπαν άλλο. Κι ύστερα…
- Εντάξει, Απόλλων;
- Εντάξει, παιδιά.
- Φεύγουμε.
Αλλά ο γείτονάς μου που είχε γοητευτεί καθώς παρακολουθούσε απ’ το παράθυρό του την πανάρχαια καντάδα που του θύμιζε ποιος ξέρει ποιους ειδυλλιακούς καιρούς, παρακάλεσε τις σκιές που μόλις διακρίνονταν μέσα στο σκοτάδι:
- Παιδιά, με το μπαρδόν, δηλαδή, συγχαρητήρια για τις φωνές σας. Δε λέτε όμως και κανένα τραγουδάκι ακόμα; Έχω τόσο καιρό ν’ ακούσω καντάδα. Θα με υποχρεώσετε, δηλαδή, πάρα πολύ να πείτε και το «κοριτσάκι»
- Τελειώσαμε, μπάρμπα.
- Ένα μονάχα!
- Αυτό θα το δεις αύριο. Τα καλύτερα τραγούδια μας δεν τα λέμε, πατριώτη. Τα γράφουμε. Ζήτω η Ελλάδα.
Γνώρισα τη φωνή. Ή μάλλον μου φάνηκε πως τη γνώρισα. Ήταν η ίδια που άκουγα κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι στο τέρμα που φώναζε μ’ ένα τρόπο κεφάτο και καμπανιστό «τσιγάρα του μπακάλη». Τι ήθελε να πει ο πιτσιρίκος. Απορούσε ο γείτονάς μου, απορούσα κι εγώ. Το πρωί ωστόσο είδαμε την εξήγηση της σιβυλλικής κουβέντας του τσιγαρά. Το τραγούδι που δεν είπαν τα παιδιά, ήταν γραμμένο με μεγάλα γράμματα: «ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΑΓΩΝΕΣ. ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥ ΟΥΝΝΟΥΣ ΠΟΥ ΒΡΟΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΕΑΜ»
Μια ακόμα επιγραφή. Από τα τελευταία κόλπα τους είναι η καντάδα. Οι καλλίφωνοι τραγουδάνε. Οι καλλιγράφοι γράφουν. Είχα, λοιπόν, υποψιαστεί τον πιτσιρίκο μου που πούλαγε τσιγάρα κι ήμουν σίγουρος πως ήταν κι αυτός απ’ τα παιδιά που παίζουν κορώνα – γράμματα τη ζωή τους στους δρόμους της Αθήνας. Ένας τζαναμπέτης ήταν. Στο μούτρο του φακίδες. Λιγνός. Φορούσε ένα πουκάμισο μπαλωμένο κι ένα πανταλονάκι πάνω απ’ τα γόνατα. Το ένα μάτι του μισόκλειστο. Καβγατζής. Είχε μια φωνή διαπεραστική κι όση ώρα καθόσουν κοντά του μπορούσε να σε τρελάνει. Τα πόδια του λιπόσαρκα. Πάντα ξυπόλητος. Και πάντα πουλούσε ακριβότερα απ’ τους άλλους.
- Πέντε στο φράγκο;
- Πέντε, κύριος.
- Οι άλλοι πουλάνε έξι.
- Να πάρεις απ’ τους άλλους!
- Θα σε πάω στην αστυνομία.
- Γιατί, ρε κύριος.
- Γιατί γράφεις στους τοίχους. Είσαι επονίτης.
Σήκωσε τα μάτια του – μισόκλειστο το ένα – κι ήταν χάρμα να βλέπεις την αγανάκτηση που τον είχε πλημμυρίσει. Καθώς με κοιτούσε απ’ την κορφή ίσαμε τα νύχια σκεφτόταν σίγουρα: «Γκεσταπίτης είναι ο μπαγάσας, τον καθαρίζεις να ησυχάσεις;» Αλλά γρήγορα άλλαξε ύφος κι άρχισε να τσιρίζει:
- Τα πέντε του μπακάλη ένα φράγκο. Πέντε τσιγάρα ένα φράγκο! Εδώ ο γνήσιος μπακάλης.
Επέμεινα.
- Σε είδα χθες το βράδυ.
- Στον τοίχο;
Άρχισε να γελά:
- Κάτι άλλο θα ’κανα, βρε βλάμη. Δεν έβαζες τα γυαλιά σου να δεις καλύτερα, ρε μαργιόλη! Ο κύριος με είδε στον τοίχο και λέει πως έκανα καλλιγραφία. Για κορόιδο μ’ έχεις, ρε κουμπάρε; Μια φορά τσιγάρο παραπανιστό δε μου τσιμπάς και στρίβε!
Αυτό ήταν. Μου πήρε τον αέρα ο αφιλότιμος και κάθε φορά που περνούσα προσπαθούσε να με ρεζιλέψει. Σιγανά του είχα μιλήσει εγώ, ετσίριζε εκείνος:
- Έρχεται ο μηχανικός!
- Πού ’ν’ τος, ρε!
- Νάτος. Βρήκε τη μηχανή πως γράφω, λέει, στους τοίχους, για να μου τσιμπήσει τα τσιγάρα. Μπράβο, ρε Έλληνα! Έχει άλλους έξυπνους σαν και σένα η μάνα σου;
Εγίναμε σχεδόν εχθροί. Είχα πεισθεί απόλυτα πως ένας μικρός τόσο κακός και τόσο παραδόπιστος που για ένα τσιγάρο παραπανιστό δημιουργούσε τόση φασαρία, ήταν αδύνατο να ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του σε δουλειές που δεν πληρώνονται με όλη την καπνοπαραγωγή του κόσμου. Άλλαζα δρόμο για ν’ αποφεύγω τους σαρκασμούς του. Κι ένα πρωί βγαίνοντας νωρίς από το σπίτι μου βρέθηκα μπροστά σε θέαμα απροσδόκητο. Πεσμένος στο δρόμο ήταν ο πιτσιρίκος μου, τρύπιος από σφαίρες. Λίμνη το αίμα γύρω του. Στο χέρι του κρατούσε ακόμα σφιχτά το κουβαδάκι με την μπογιά. Λίγο παραπέρα μισογραμμένη η επιγραφή «ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ. ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡ…»
Φτωχέ μου, πιτσιρίκο!
Δεν είχε προλάβει να συμπληρώσει τη λέξη ΛΕΥΤΕΡΙΑ. Την απόσωσε με το ίδιο του το αίμα. Αυτός που χαλούσε τον κόσμο για ένα μονάχα τσιγάρο…
Τι σας περιμένει δε μπορείτε να το φανταστείτε, τοκογλύφοι, δολοφόνοι των λαών απαταιώνες !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου